- μεγαλοδώρως
- μεγαλόδωροςmunificentadverbialμεγαλόδωροςmunificentmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
великодарованьныи — (1*) пр. Щедрый: То свѣдыи всѩ даруѥть намъ г(с)ь мл҃твою ѡц҃а моѥго и ѡц҃а вашего. б҃атыи и великодарованныи. и что въздадимъ того бл҃гостыни. за то за не же въздаѥть намъ. (μεγαλοδώρως) ФСт XIV, 85б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μεγαλόδωρος — η, ο (ΑM μεγαλόδωρος, ον) 1. αυτός που δίνει μεγάλα και πλούσια δώρα, γενναιόδωρος 2. το ουδ. ως ουσ. το μεγαλόδωρο(ν) η μεγαλοδωρία («τὸ φιλόδωρον καὶ μεγαλόδωρον», Πλούτ.). επίρρ... μεγαλοδώρως (Α) με γενναιοδωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) +… … Dictionary of Greek